μετριάζει

μετριάζει
μετριάζω
to be moderate
pres ind mp 2nd sg
μετριάζω
to be moderate
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο …   Dictionary of Greek

  • επικεραστικός — ἐπικεραοτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανακατώνει τα υγρά ή τους χυμούς 2. αυτός που μετριάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεραστικός (< κεραστής)] …   Dictionary of Greek

  • κολασμός — ο (AM κολασμός) [κολάζω] η ποινή που επιβάλλεται για σωφρονισμό, η τιμωρία νεοελλ. 1. μετριασμός κακής εντυπώσεως ή οξέος χαρακτηρισμού 2. γραμμ. «κολασμός προτάσεως» το φαινόμενο κατά το οποίο μια πρόταση που συνεκφέρεται με μια άλλη κατά… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • μετριαστής — ο [μετριάζω] 1. αυτός που καθιστά κάτι μέτριο, που μετριάζει 2. (για μηχανές) αυτός που ελαττώνει την ταχύτητα ή την καύση 3. (για πρόσ.) αυτός που αμβλύνει την οξύτητα κάποιου ή που καταπραΰνει κάποιον …   Dictionary of Greek

  • οροπέδιο — Ευρεία εδαφική επιφάνεια, επίπεδη ή ελαφρά κυματοειδής, που βρίσκεται το λιγότερο μερικές εκατοντάδες μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Μπορεί να περιορίζεται ολόγυρα από απότομες κλίσεις ή από οροσειρές ή ακόμα να διαπερνιέται από… …   Dictionary of Greek

  • περιορισμός — ο, ΝΜΑ [περιορίζω] 1. το να περιορίζεται κανείς ή κάτι, να περικλείεται σε όρια 2. το να επιβάλλεται σε κάποιον να παραμένει σε ορισμένο χώρο, η απαγόρευση ελεύθερης μετακίνησης νεοελλ. 1. στρ. η ελαφρότερη από τις στρατιωτικές πειθαρχικές ποινές …   Dictionary of Greek

  • σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… …   Dictionary of Greek

  • υποσταλτικός — ή, ό, Ν [υποστέλλω] αυτός που μειώνει, που μετριάζει κάτι, περιοριστικός …   Dictionary of Greek

  • Αντίλλες — Μεγάλο νησιωτικό σύμπλεγμα της Καραϊβικής θάλασσας, το οποίο αποτελείται από μια μακρά σειρά μεγάλων και μικρών νησιών, που εκτείνονται σε τοξοειδή διάταξη, από τη Φλόριντα των ΗΠΑ έως τις ανατολικές ακτές της Βενεζουέλας. Οι Α. ορίζουν στα Α και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”